καταμηνιωδης

καταμηνιωδης
    καταμηνιώδης
    καταμηνι-ώδης
    2
    1) менструальный
    

(περίττωμα Arst.)

    2) имеющая менструации
    

(ἥ ἵππος οὐ κ. Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καταμηνιωδης" в других словарях:

  • καταμηνιώδης — subject to menstruation masc/fem acc pl (attic epic doric) καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνιώδης — καταμηνιώδης, ες (Α) [καταμήνιος] 1. αυτός που υπόκειται στα καταμήνια, που παρουσιάζει εμμηνορρυσία 2. αυτός που ανήκει στην εμμηνορρυσία («καταμηνιώδη περιττώματα») …   Dictionary of Greek

  • καταμηνιώδη — καταμηνιώδης subject to menstruation neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνιώδεις — καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem acc pl καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνιώδους — καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»