- καταμηνιωδης
- καταμηνιώδηςκαταμηνι-ώδης21) менструальный
(περίττωμα Arst.)
2) имеющая менструации(ἥ ἵππος οὐ κ. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(περίττωμα Arst.)
(ἥ ἵππος οὐ κ. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταμηνιώδης — subject to menstruation masc/fem acc pl (attic epic doric) καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμηνιώδης — καταμηνιώδης, ες (Α) [καταμήνιος] 1. αυτός που υπόκειται στα καταμήνια, που παρουσιάζει εμμηνορρυσία 2. αυτός που ανήκει στην εμμηνορρυσία («καταμηνιώδη περιττώματα») … Dictionary of Greek
καταμηνιώδη — καταμηνιώδης subject to menstruation neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμηνιώδεις — καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem acc pl καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμηνιώδους — καταμηνιώδης subject to menstruation masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)